- γυρευτής
- ο (θηλ. γυρεύτρα) [γυρεύω]1. αυτός που συνηθίζει να ζητάει2. επαίτης, ζητιάνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαγαρογυρευτής — ο κυνηγετικό σκυλί, κυνηγόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + γυρευτής] … Dictionary of Greek